εντοιχισμός

εντοιχισμός
ο
η εντοίχιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εντοιχισμός — ο βλ. εντοίχιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εντειχισμός — ο ο εντοιχισμός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εντοίχιση — εντοίχιση, η και εντοιχισμός, ο 1. η στερέωση πράγματος στην εξωτερική επιφάνεια του τοίχου. 2. ο εγκλεισμός πράγματος σε τοίχο. 3. ο εγκλεισμός πράγματος σε χώρο του οποίου φράχτηκαν οι έξοδοι με τοίχους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”